τρίτροχος

τρίτροχος
-η, -ο, Ν
1. (για όχημα) αυτός που έχει τρεις τροχούς
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίτροχο
ποδήλατο ή αυτοκίνητο με τρεις τροχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + τροχός (πρβλ. δίτροχος). Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στην εφημερίδα Εφημερίς τού Λαού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρίτροχος — η, ο 1.αυτός που έχει τρεις τροχούς. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίτροχο όχημα με τρεις τροχούς, τρίκυκλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”